εἴδωλον — phantom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλοιο — εἴδωλον phantom neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλοις — εἴδωλον phantom neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλοισι — εἴδωλον phantom neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλοισιν — εἴδωλον phantom neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλου — εἴδωλον phantom neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλων — εἴδωλον phantom neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλῳ — εἴδωλον phantom neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴδωλα — εἴδωλον phantom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είδωλο — Ομοίωμα θεότητας, το οποίο γίνεται αντικείμενο λατρείας. Στην ιστορία των θρησκειών ο όρος αυτός προσέλαβε ιδιαίτερη σημασία για να υποδηλώσει τα λατρευτικά αντικείμενα κάθε πολυθεϊστικής θρησκείας. Η έννοια αυτή, που αργότερα έγινε παραδεκτή και … Dictionary of Greek
идол — божок, кумир; болван, дурак [бран.] ; идолище чудовище (часто в народн. творчестве), блр. iдол дьявол , др. русск., ст. слав. идолъ εἴδωλον (Супр.). Из греч. εἴδωλον; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 65. Из идолище произошло Одолище, возм., под влиянием… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера